- ιζηματογενής
- ης, ες геол осадочный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιζηματογενής — ές γεωλ. 1. αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά ενός ιζήματος το οποίο προκύπτει από μια ιζηματογένεση 2. φρ. «ιζηματογενή πετρώματα» τα λιθοποιημένα αντίστοιχα τών ιζημάτων, τα οποία σχηματίζονται στην ξηρά ή στους πυθμένες θαλάσσιων και λιμναίων… … Dictionary of Greek
ιζηματογενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που σχηματίστηκε από ίζημα: Ιζηματογενές πέτρωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άμμος — Ιζηματογενής σχηματισμός που αποτελείται από θραύσματα ορυκτών με κύριο χαρακτηριστικό την έλλειψη συνοχής. Ο σχηματισμός της ά. οφείλεται στη διαβρωτική ενέργεια των θαλασσών, των ανέμων, των ποταμών και των παγετώνων. Η ά. ταξινομείται ανάλογα… … Dictionary of Greek
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
ιζηματογένεση — Γεωλογικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση βιογενούς ή κλαστικού υλικού, το οποίο προέρχεται από την καταστροφή πετρωμάτων που προϋπάρχουν (αποσάθρωση) και από τον σχηματισμό πετρωμάτων που ονομάζονται γι’ αυτό τον λόγο ιζηματογενή … Dictionary of Greek
ολιθόστρωμα — το γεωλ. ιζηματογενής απόθεση που αποτελείται από χαοτική μάζα ετερογενούς υλικού, έντονα αναμεμιγμένου … Dictionary of Greek
ριπίδιο — το / ῥιπίδιον, ΝΜΑ [ῥιπίς, ίδος] βεντάλια από ψαθί, ύφασμα, χαρτί ή φτερά πουλιών για δροσισμό τού προσώπου νεοελλ. 1. βοτ. τύπος κυματώδους ταξιανθίας 2. ναυτ. στον πληθ. τα ριπίδια οι πρώτοι νομείς προς την πλώρη ξύλινου πλοίου, που μαζί με… … Dictionary of Greek
συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
τεκτονοϊζηματογενής — ές, Ν γεωλ. αυτός που προκαλείται από τεκτονικές και ιζηματογενείς διεργασίες συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. tectonosedimentaire < tectono (< τέκτων, ονος) + sedimentaire «ιζηματογενής»] … Dictionary of Greek
φλύσχης — Στη γεωλογία, όρος της γερμανοελβετικής διαλέκτου (flysch), που σημαίνει «έδαφος που ολισθαίνει». Χρησιμοποιήθηκε από πολύ παλιά για να χαρακτηριστεί ένας ιδιαίτερος, κρητιδοπαλιογενής σχηματισμός των βόρειων Άλπεων, ενώ σήμερα αρχίζει να… … Dictionary of Greek